αύξημα

αύξημα
το см. αΰξηση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αύξημα" в других словарях:

  • αὔξημα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύξημα — το (Α) η επαύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύξω ή < αύξησις] …   Dictionary of Greek

  • αὐξήματα — αὔξημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξήματος — αὔξημα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όφελμα — (I) ὄφελμα, τὸ (Α) [οφέλλω (II)] (κατά τον Ησύχ.) «ὄφελμα αύξημα, κάλυμμα, κάλλυντρον». (II) ὄφελμα, τὸ (ΑΜ) [οφέλλω (III)] σάρωθρο, σκούπα …   Dictionary of Greek

  • ταὐξήματα — αὐξήματα , αὔξημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»